- μονάρμπουρος
- -η, -ο- (για πλοίο) αυτός που έχει ένα μόνο κατάρτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + άρμπουρο «κατάρτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek